- ἰσοστάθμῳ
- ἰσόσταθμοςequal in weightmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοσταθμώ — (Α ἰσοσταθμῶ, έω) [ισόσταθμος] είμαι ή γίνομαι ίσος στο βάρος με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
ισοσταθμίζω — 1. κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, τά φέρνω σε ισορροπία μεταξύ τους, ισοζυγίζω 2. (αμτβ.) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόσταθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
ισοστατώ — ἰσοστατῶ, έω (Α) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στατῶ (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. επανα στατώ χορο στατώ] … Dictionary of Greek